(Σχόλιο σε άρθρο του
Χαρίδημου Τσούκα με τίτλο «Φον Φούφουτοι
ή κατσαπλιάδες»)
Διαβάζω από το άρθρο
του πανεπιστημιακού καθηγητή και
διακεκριμένου αρθρογράφου, Χαρίδημου
Τσούκα:
«Ουδόλως με
στεναχωρεί να με κυβερνούν οι
βορειοευρωπαίοι «Φον Φούφουτοι», αφού
οι δικοί μου εκπρόσωποι αποδείχθηκαν
όλα αυτά τα χρόνια βαλκάνιοι κατσαπλιάδες».
Δεν μειώνεται καθόλου
η αξιοπρέπειά μου αν αύριο τις διοικήσεις
των νοσοκομείων τις επιλέξει η τρόικα,
αφού η δική μου υπουργός διαιωνίζει την
παράδοση του φαύλου κομματισμού. Δεν
με ενοχλεί καθόλου αν οι αλλοδαποί
δανειστές μου εγκαταστήσουν επιτρόπους
στις ΔΕΚΟ και τους ΟΤΑ, αφού οι δικοί
μου νοιάζονται κυρίως για τη μίζα, την
ψηφοθηρία, και το ρουσφέτι.»
Με την ίδια λογική και
μία δικτατορία να είχε επιβάλλει τα
ίδια αυτά μέτρα, ο συντάκτης του
σημειώματος, θα ήταν με το μέρος της.
Η λογική αυτή, που
διαμορφώνεται και εκτείνεται εκτός των
πλαισίων της Δημοκρατικής λειτουργίας
και εκτός των πλαισίων της εθνικής μας
κυριαρχίας, είναι μία πολύ επικίνδυνη
πολιτική άποψη.
Το οικονομικό ζητούμενο
μίας κοινωνίας, δεν μπορεί να ορίζει
και να διαφεντεύει το πολιτικό ζητούμενο,
δηλαδή το πολίτευμα και τον βαθμό
ελευθερίας της.
Η αντινομία αυτή και
οι κίνδυνοι που πηγάζουν από αυτή,
αποτυπώνεται στον τίτλο του άρθρου μου
“ECONOMY UBER
ALLES”, που αναρτήθηκε προ
ημερών στον «ΑΚΤΙΒΙΣΤΗ».
Η λειτουργία του
πολιτεύματος οφείλει να εξασφαλίζει
το οικονομικό ζητούμενο της κοινωνίας
και όχι το αντίθετο.
Το ότι αυτό δεν συμβαίνει
σήμερα, (όπως αποδεικνύεται από τα
καταστροφικά οικονομικά αποτελέσματα),
είναι απόδειξη ότι πάσχει η λειτουργία
του πολιτεύματος.
Η λύση (κατά την άποψή
μου) δεν είναι να καταργήσουμε τις
δημοκρατικές ελευθερίες μας για να
σιάξουμε την Οικονομία μας, αλλά να
επαναφέρουμε τη λειτουργία της Δημοκρατίας
στη σωστή της θέση.
Και, για να μη μείνει
ημιτελής η πρόταση, η λειτουργία της
Δημοκρατίας μας πρέπει να ρυθμιστεί
έτσι, ώστε να αποκλείσει τη συνέχιση
της διακυβέρνησης της χώρας από μία
οικογενειοκρατούμενη πολιτική και
οικονομική ολιγαρχία, γεγονός που
οδήγησε τα πράγματα εδώ που είναι σήμερα.
Σ’ ένα άλλο σημείο του
ίδιου άρθρου του, ο Χαρίδημος Τσούκας,
γράφει:
«Ας προσέχαμε…Δεν
είχαμε το θάρρος να υπερβούμε τη χρόνια
ακρασία μας και το πληρώνουμε. Όλα
κοστίζουν. Το «έλλογο εγώ», λέει ο Φρόιντ,
δεν κυβερνάται από την «αρχή της ηδονής»,
αλλά από την «αρχή της πραγματικότητας».
Εμείς την αγνοήσαμε.»
Ο Φρόϋντ τα λέει πολύ
σωστά. Όμως, ποιοι «εμείς» αγνοήσαμε
την «αρχή της πραγματικότητας»;
Αν εννοεί τους κυβερνώντες,
δεν ισχύει το «το πληρώνουμε» που
αναφέρει παρακάτω, διότι αυτοί, βέβαια,
είναι γνωστό και πρόδηλο ότι δεν μετέχουν
σε καμία πληρωμή των λαθών τους, ούτε
και στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Αν εννοεί εμάς, τους
πολίτες, τότε του διαφεύγει η αδιαμφισβήτητη
πραγματικότητα της πλήρους άγνοιας
της επικινδυνότητας της οικονομικής
κατάστασης της χώρας από κάθε πολίτη
της Ελληνικής κοινωνίας (δεν την ήξερε,
κατά δήλωσή του, ούτε ο τότε αρχηγός της
αξιωματικής αντιπολίτευσης !!! και νύν
πρωθυπουργός).
Άρα, εμείς, οι Έλληνες
πολίτες, δεν μπήκαμε ποτέ στο δίλημμα
της επιλογής μεταξύ της «ηδονής» και
της «πραγματικότητας», αφού δεν γνωρίζαμε
την πραγματικότητα.
Είχε, λοιπόν, στρωθεί
μία τράπεζα «ηδονής», με επίσημους
καλεσμένους τους «ημέτερους» της
πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας
του τόπου, που μοίραζαν αποφάγια και
ψίχουλα στον υπόλοιπο λαό, καθιστώντας
τον συνένοχο, αφού επέτρεπε το τσιμπούσι.
Αυτή η ανοχή καθιστά
τον Ελληνικό Λαό συγκατηγορούμενο και
συνένοχο, από τον Χαρίδημο Τσούκα, για
την απώλεια της ελευθερίας του να ορίζει
αυτός τα της Οικονομίας του.
Αυτό, το θεωρώ, τουλάχιστον
άδικο. Γι’ αυτό και γράφω το σημείωμα
αυτό.
No comments:
Post a Comment