Γράφει ο Όθων Ιακωβίδης
Την ώρα που το πολιτικό κατεστημένο παραπατάει, κάτω από το βάρος της τεράστιας ενοχής του για την πτώχευση της χώρας και τη φτώχεια στην οποία αυτό έχει καταδικάσει την Ελληνική κοινωνία, φανερώνεται η αλλοτρίωση που έχει υποστεί ο Έλληνας, τα τελευταία 30 – 40 χρόνια.
Την ώρα που οι ένοχοι κρύβονται και δεν τολμούν να περπατήσουν στο δρόμο για να μη τους λυντσάρουν, οι παθόντες (οι Έλληνες) συνεχίζουν να τους νομιμοποιούν στη θέση του διαχειριστή της τύχης τους, παρακαλώντας αυτούς που δημιούργησαν τα προβλήματά τους, να φροντίσουν για τη λύση τους !!!
Την ώρα που το καθεστώς πολιτικό μόρφωμα της Ολιγαρχίας, φορώντας την κορώνα της Δημοκρατίας, παραδίδει τα απαράδοτα της εθνικής κυριαρχίας σε αλλοεθνείς, οι Έλληνες, ομαδοποιημένοι κατ’ επάγγελμα, μετρούν πόσα αργύρια έχασαν από αυτή την παράδοση.
Και, η κάθε ομάδα, διαμαρτύρεται γιατί έχασαν περισσότερα από όσα περίμεναν ότι θα χάσουν.
Δεν τους νοιάζει που έχασαν το μείζον. Διαμαρτύρονται ολοφυρόμενοι γιατί χάνουν το ελάχιστο.
Δεν τους νοιάζει που χάθηκε το σπίτι. Διαμαρτύρονται γιατί έχασαν μία καλύτερη θέση στο τραπέζι.
Γι αυτό το ελάχιστο, οι φορτηγατζήδες έκλεισαν τις εθνικές οδούς και παρέλυσαν το εμπόριο που ήδη στέναζε. Οι γιατροί έκλεισαν τα νοσοκομεία και παράτησαν τους αρρώστους στην απελπισία τους, οι φαρμακοποιοί έκλεισαν τα φαρμακεία και άφησαν τους πόνους να παιδεύουν τα ταλαιπωρημένα κορμιά. Οι ναυτεργάτες έκλεισαν τα λιμάνια, έδιωξαν τουρίστες, δυσφήμισαν τον Τουρισμό μας. Οι γεωργοί ετοιμάζονται να κλείσουν κι αυτοί με τη σειρά τους, τους δρόμους της χώρας και πάει λέγοντας.
Ο έρωτας της κοινωνίας, το μείζον, (ως το μόνο γονιμοποιόν), που δεν μπορεί να είναι άλλο από την Ελευθερία και τη Δημοκρατία, έπαψε να φτερουγίζει, δεν την απασχολεί, δεν υπάρχει πλέον, δεν αναφέρεται από κανέναν (πλην του Μίκη Θεοδωράκη).
Ο σύγχρονος Έλληνας, οργανωμένος σε επαγγελματικές ομάδες, το μόνο που είναι ικανός να δεί και να μετρήσει, είναι τα χαμένα αργύρια τής κάθε δικής του ομάδας.
Όλη η κοινωνία, συμπεριφέρεται σαν ευνούχος που του έχει ξηλωθεί η ικανότητα να ερωτευτεί και το μόνο που τον νοιάζει, πλέον, είναι το καλό «φαί» (με την ευρύτερη έννοια). Και μόνο γι αυτό ζητιανεύει και διαμαρτύρεται προς αυτούς τους ίδιους που τον ευνούχισαν.
Ζητιανεύει και διαμαρτύρεται, η Ελληνική κοινωνία, για το λιγότερο «φαί», αντί να ορθώσει το ανάστημά της και να τους πετάξει στα σκουπίδια της ιστορίας, που της στέρησαν τον έρωτά της, τις μεγάλες αγάπες της, τις δικές της κόρες, την Δημοκρατία και την Ελευθερία.
Και, δεν μπορεί να αντιληφθεί την μεγάλη Αλήθεια, ότι το φαί λιγόστεψε, γιατί λιγόστεψε η Δημοκρατία και η Ελευθερία μας, με την παράδοση της εθνικής κυριαρχίας μας.
Δεν μπορεί να αντιληφθεί την μεγάλη Αλήθεια, ότι αν δεν έχεις Δημοκρατία και Ελευθερία δεν μπορεί να έχεις δική σου βούληση, δηλαδή δεν μπορείς να θέλεις και άρα, να ζητάς. Θα παίρνεις ότι σου δίνουν, δηλαδή ότι θέλουν κάποιοι άλλοι, γιατί αν δεν είσαι ελεύθερος, τίποτε δεν σου ανήκει, γιατί ανήκει σε κάποιους άλλους.
Και μη βιαστεί να πεί κάποιος ότι έχουμε Ελευθερία και Δημοκρατία.
Η Ελευθερία μας, όπως όλοι βλέπουμε και ζούμε, έχει εκχωρηθεί με το επαίσχυντο «Μνημόνιο» και η Δημοκρατία έχει καταντήσει στη γνωστή σε όλους μας οικογενειοκρατούμενη Ολιγαρχία (πολιτική και οικονομική) που κυβερνά τον τόπο, εδώ και χρόνια.
Αν δεν αποκατασταθεί η λειτουργία της Δημοκρατίας και δεν ξανακερδηθεί η Ελευθερία μας, δεν πρόκειται να δούνε στον ήλιο μοίρα, ούτε οι γιατροί, ούτε οι φορτηγατζήδες, ούτε οι υπάλληλοι, δημόσιοι και ιδιωτικοί, ούτε οι αγρότες, ούτε κανένας μας..
Να σταματήσει η ηλίθια διεκδίκηση μιας καλύτερης θέσης στο τραπέζι, όταν οι κλητήρες μάς έχουν πάρει ολόκληρο το σπίτι.
Το ότι ζούμε ακόμη μέσα σ’ αυτό, δεν σημαίνει ότι είναι δικό μας. Στο υποθηκοφυλακείο, έχει μετεγγραφεί σε άλλους ιδιοκτήτες.
Η Αλήθεια, φωνάζει.
Τι άλλο πρέπει να γίνει για να την ακούσουμε και να τη δούμε;
Ο Μίκης Θεοδωράκης, είναι η μόνη δημόσια φωνή που έβαλε τα πράγματα στη σωστή τους θέση. Είπε: ΕΠΙΒΑΛΛΟΥΜΕ τη θέλησή μας για Ελευθερία και Δημοκρατία.
Θα τον ακολουθήσετε, γιατροί, αγρότες, φαρμακοποιοί, υπάλληλοι, έμποροι, φοιτητές, άνδρες, γυναίκες;
Θα διεκδικήσετε την (κουτσουρεμένη, σήμερα) Ελευθερία σας ξαναγινόμενοι Έλληνες, ή θα συνεχίσετε την δουλόφρονη επαιτεία από τα νέα αφεντικά σας/μας;
Ήρθε η ώρα να διαλέξουμε μεταξύ της ηρωικής εξόδου και της βολικής ζητιανιάς.
Ο καθ’ ένας διαλέγει τον ρόλο που του ταιριάζει.