Sunday, August 25, 2013

Ώ, Ξήν, αγγέλλειν Έλλησι ότι τήδε μαχόμεθα, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι


25/VΙΙΙ/2013

Είχα, μόλις, γυρίσει στο σπίτι από μία “δράση” διανομής φυλλαδίων αφύπνισης των εφησυχασμένων από τη προπαγάνδα συμπολιτών μας, μπροστά στο Λευκό Πύργο της όμορφης (αλλά ακόμα αδιάφορης, άπαρτης και μη ενδιδούσης στον ανικοναποίητο έρωτα της λευτεριάς που νοιώθω γι' αυτή) Θεσσαλονίκης.
Έβαλα στο μπρίκι ένα καφέ και κάθισα κουρασμένος στην καρέκλα του υπολογιστή μου.
Πάτησα το κουμπί της εκκίνησης, αλλά κάτι έπαθε το μηχάνημα και φαίνεται πως κάπου μπλόκαρε και άργησε να ξεκινήσει.
Δεν πρόλαβα να συνειδητοποιήσω το γεγονός, όταν, δεν ξέρω πώς,  από την οθόνη ξεπετάχτηκε μία σκηνή που με κατέλαβε ολοκληρωτικά.
Έπεφτε, λέει, ένα γλυκό και μυρωδάτο, από το άρωμα του ανατέλοντος φεγγαριού, σούρουπο, κι εγώ σκεφτόμουν το γιατί ένα τόσο ερωτικό δειλινό να μην είμαι σφιχτά δεμένος στο μεταξωτό κορμί του κοριτσιού μου και να βρίσκομαι κάθιδρος, κατάκοπος και καταϊδρωμένος, βρώμικος και ματωμένος, στις πολεμίστρες ενός κάστρου (από εκείνα τα πέτρινα τα μεσαιωνικά) προσπάθώντας να αποκρούω κάποιους που ήθελαν να το καταλάβουν, ερχόμενοι κατά κύματα απ' έξω, ανεβαίνοντας σε σκάλες που είχαν στήσει για να πηδήξουν μέσα. Τα πρόσωπά τους δεν τά' βλεπα, ούτε και μ' ενδιέφερε να τα δώ, αλλά το βασανιστικό ήταν που δεν μπορούσα να ξαποστάσω κι η κούραση σε λίγο θα με παρέλυε.. το ένοιωθα και αυτή η επίγνωση με γέμιζε απελπισία....
Σ' ένα πυργίσκο του κάστρου, μαζεμένοι κάποιοι που τους ήξερα, του ΕΠΑΜ, ανταπέδιδαν τις σπαθιές των ορμητικών εισβολέων, βογγώντας από την κούραση και την αγωνία σε κάθε σπαθιά. Σ'τον άλλο πυργίσκο, οι δικοί μου, της ΣΠΙΘΑΣ, κάθιδροι, βρώμικοι και ματωμένοι, έδειχναν να βρίσκονται κι αυτοί στα όρια της αντοχής, όπου ήμουνα κι εγώ.
Στα πέτρινα σκαλιά και στις πολεμίστρες άντρες και γυναίκες, γνωστές μου φάτσες από τους “αναγακτισμένους” της Πλατείας, στην ίδια κατάσταση....
Και , πιο πέρα, στο άνοιγμα της γκρεμισμένης πόρτας του κάστρου, μία ψηλή φιγούρα, μόνη της, αντιμετώπιζε με μοναδική γενναιότητα τους εισβολείς και με τη μεγάλη δίμετρη σπάθα των ιπποτών, αποκεφάλιζε ομαδικά κάθε εισβάλουσα ομάδα τους. Ήταν ο Μίκης !!! 
Καβάλα σ' ένα μαύρο ατίθασο άτι, μουσκεμένο κι αυτό στον αφρίζοντα ιδρώτα του, που πολεμούσε κι αυτό με τις οπλές του τους εισβολείς !!! Η αντιασφυξιογόνα μάσκα που φορούσε, δεν με άφηνε να δώ αν ήταν νέος ή γέρος και, δε ξέρω γιατί, κατά έναν παράδοξο λόγο, μέσα σ' όλη την κοσμοχαλασιά, με απασχολούσε αυτό το ερώτημα... 
Και τότε είδα μία άλλη φιγούρα, με καλυμένο το κεφάλι με κουκούλα Ιηουσητών, να τον σημαδεύει από πίσω και να τεντώνει τη χορδή του τόξου της !!! Παράτησα τη θέση μου στην πολεμίστρα και, μη μπορώντας να κάνω οτιδήποτε άλλο για να προλάβω τη φονική βολή, ζύγισα το σπαθί που κρατούσα στο χέρι μου και το εκσφεσδόνισα, με όση μαεστρία και δύναμη μπορύσα.. Ταυτόχρονα, άκουσα τον εαυτό μου να βρυχάται: ΟΧΙ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ...
Ο ήχος και η μυρωδιά του καφέ που χυνόταν, έσβυσαν την οπτασία....
Στο μυαλό μου, όμως, έμεινε η αλληγορία της (που είπα να τη μοιραστώ μαζί σου) και αναδύθηκε η πρόταση του τίτλου αυτού του σημειώματός μου: “Ξένε, πες στους Έλληνες, σ' αυτούς που πέρασαν και σ' αυτούς που έρχονται, ότι πολεμούμε, πιστοί στις προσταγές τους”.

Η αίσθηση αυτών των λόγων, που απηχούν μία πραγματιkότητα, μου έφερε μία γεύση ικανοποίησης, ίσως και της ίδιας έντασης (παρ' ότι εντελώς διαφορετική) με αυτή της αφής του γυναικείου μεταξιού.  

Και κατάλαβα τις ιαχές των Σπαρτιατών προς τους επελαύνοντες επάνω τους Πέρσες “ελάτε να σας γαμήσουμε”, βέβαιοι όντες για τον, μετά την πράξη τους αυτή, θάνατό τους, πεσόντες μέν (μέχρις ενός) θριαμβευτές δέ, στον αιώνα τον άπαντα......

Ο καθ' ένας διαλέγει και παίρνει....(αυτό που του ανήκει και του πρέπει).